remodel$69025$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

remodel$69025$ - translation to ελληνικό

PROCESS OF IMPROVING A BROKEN, DAMAGED, OR OUTDATED STRUCTURE
Renovations; Remodeling; Remodel; Renovated; Renovate; Renovating; Home refurbishment; Renovation (construction); Remodels; Remodelled; Remodelling; Remodeler; Renovator; Renovators; Gut rehab; Building renovation
  • Example of an interior renovation
  • Watertown]], [[Massachusetts]]
  • The interior of a [[Victorian building]] in [[Lincoln Park, Chicago]] in the process of being renovated in June 1971. Note the elements of the edifice scattered and sorted about.
  • post-war era]] reconstruction of Rovaniemi in 1949.
  • Truman's renovation of the White House, 17 May 1950

remodel      
v. μετασχηματίζω, μεταποιώ

Ορισμός

Remodel
·vt To model or fashion anew; to change the form of.

Βικιπαίδεια

Renovation

Renovation (also called remodeling) is the process of improving broken, damaged, or outdated structures. Renovations are typically done on either commercial or residential buildings. Additionally, renovation can refer to making something new, or bringing something back to life and can apply in social contexts. For example, a community can be renovated if it is strengthened and revived. It can also be restoring something to a former better state (as by cleaning, repairing, or rebuilding).